Η εποχή
των Λακκοειδών Τάφων
ΤΑΦΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Α ΜΥΚΗΝΩΝ
Η εποχή των Λακκοειδών Τάφων υπήρξε μια περίοδος της πρώιμης Ιστορίας των Μυκηναίων Ελλήνων κατά την οποία ευκίνητοι, εξαιρετικά εκπαιδευμένοι στρατιώτες αναζητούσαν παντού νέες ισχυρές θέσεις. Πρόκειται για ανθρώπους από πολλά ελληνικά φύλλα που είχαν διάφορα ονόματα και μιλούσαν ελληνικές διαλέκτους αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Η ελληνική παράδοση επιβεβαιώνει αυτή την ποικιλία με τους μύθους των πριγκήπων, που ιδρύουν νέα βασίλεια στην Ελλάδα. Οι πρίγκηπες των Λακκοειδών Τάφων ανήκουν σε αυτή την πολύ πρώιμη περίοδο της Ελληνικής Ιστορίας.
Χρυσό διάδημα και ημιδιαδήματα
από τον Τάφο Α III του Ταφικού Κύκλου Α
των Μυκηνών.
1600-1550
Ταφικός Κύκλος A των Μυκηνών
Ο Tαφικός Kύκλος Α περιελάμβανε αρκετούς κατακόρυφους λακκοειδείς τάφους, οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί του τέλους της Μεσοελλαδικής εποχής (περί το 1700 π.Χ.). Από αυτούς σώζονται σήμερα στο εσωτερικό τμήμα του δυτικού κυκλώπειου τείχους έξι, από τους αρχικά οκτώ. Ο χώρος ήρθε στο φως από τον Γερμανό αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν το 1876, ακολουθώντας τις περιγραφές του Ομήρου και του Παυσανία.
Οι εν λόγω τάφοι ήταν μέρος εκτενούς Μεσοελλαδικού νεκροταφείου το οποίο εκτεινόταν προς δυσμάς της ακρόπολης των Μυκηνών. Προκειμένου να οικοδομηθεί το δυτικό κυκλώπειο τείχος (π. 1250 π.Χ.) αποκόπηκε η συνέχεια του νεκροταφείου, το οποίο απέμεινε κατά το υπόλοιπο ήμισυ έξω από το τείχος.
Ο σωζόμενος, νεότερος, ταφικός περίβολος κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη εποχή γύρω από τους έξι λακκοειδείς τάφους (Α I – VI), αντικαθιστώντας άλλον παλαιότερο, ο οποίος βρισκόταν σε βαθύτερο σημείο. Ο ταφικός περίβολος κατασκευάστηκε με σκοπό τόσο τον εξωραϊσμό του χώρου, όσο και τη δήλωση της ιερότητάς του στους μεταγενέστερους. Είναι κατασκευασμένος από μια διπλή σειρά υψηλών πλακών από ψαμμίτη και κογχυλιάτη λίθου, φθάνοντας σε διάμετρο τα 28 μ. περίπου. Με τον περίβολο οριοθετείτο και «ασφαλιζόταν» ο χώρος των παλαιών Μεσοελλαδικών – Υστεροελλαδικών Ι τάφων (1750 – 1680 π.Χ.), πάνω στους οποίους είχαν ιδρυθεί ως σήματα μεγάλες επιπεδόγλυφες λίθινες στήλες με πολεμικές και θηρευτικές παραστάσεις, ζώα κλπ. Οι στήλες αυτές είναι 15-17, όλες στραμμένες προς τα δυτικά και φέρουν παραστάσεις, οι οποίες είναι οι πρώτες καλλιτεχνικές απόπειρες σε λίθο των Πρωτομυκηναίων Ελλήνων.
Από τον αρχικό περίβολο σώζονται σειρές λίθων, στη βάση του μεταγενέστερου αναλήμματος. Όταν στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. ευπρεπίστηκε όλος ο υπάρχων εσωτερικός χώρος της δυτικής πλευράς της ακρόπολης και οικοδομήθηκε το δυτικό κυκλώπειο τείχος, κατασκευάστηκε στη δυτική πλευρά του χώρου των τάφων, με επιχωμάτωση και οικοδόμηση, μέγας αναλημματικός τοίχος για να συγκρατήσει τον χωμάτινο όγκο του περιβόλου. Τότε κτίστηκε και ο νεότερος μεγαλοπρεπής περίβολος με τα θωράκια, με είσοδο στραμμένη προς βορρά.
Ο τύπος των τάφων του τέλους της Μεσοελλαδικής εποχής στις Μυκήνες είναι οι λεγόμενοι κατακόρυφοι λακκοειδείς τάφοι, κτισμένοι στο βάθος ορθογώνιου λακκοειδούς ορύγματος με μικρούς πλακοειδείς λίθους. Το ευρύχωρο φρέαρ του ορθογώνιου λάκκου καλυπτόταν από στέγη αποτελούμενη από εγκάρσιους δοκούς, καλάμια, κλαδιά και στρώματος πηλού, πάνω από όπου τελικά τοποθετούντο λεπτές σχιστολιθικές πλάκες.
Στον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών βρέθηκαν έξι τάφοι που περιελάμβαναν συνολικά 19 ταφές. Οι διαστάσεις των λάκκων ποικίλουν αλλά πάντως είναι μεγάλες, καθώς κυμαίνονται από 3 Χ 3,50 μ. (Α ΙΙ) έως και 4,5 Χ 6,40 μ. (Α IV). Δύο από τους τάφους περιείχε απλές ταφές, ενώ ένας είχε πέντε. Από τους έξι τάφους, οι τρεις ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι (ΙΙΙ, IV, V). Πιθανώς ήταν τάφοι βασιλέων με τις βασίλισσες τους και τους άμεσους συγγενείς τους. Ο Α Ι τάφος είχε τρεις γυναίκες, ο Α ΙΙ είχε τρεις γυναίκες και δύο παιδιά, ο Α IV τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, και ο A V δύο άνδρες και μία γυναίκα.
Η χρήση των τάφων αυτών πιστοποιείται από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. (τέλη Μεσοελλαδικής εποχής) μέχρι και τον 16ο αιώνα, δηλαδή την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο.
Μετά από κάθε ταφή, σχηματιζόταν εκ νέου η οροφή του τάφου, το φρέαρ γέμιζε με χώμα και δημιουργείται πάνω από αυτόν μικρός χωμάτινος τύμβος, πάνω στον οποίο τοποθετείτο λίθινη στήλη ως επιτάφιο σήμα. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν προκειμένου να ενταφιαστεί ο επόμενος νεκρός από την ίδια οικογένεια.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα αντικείμενα τα οποία είχαν τοποθετηθεί στην πρώτη ταφή κάθε τάφου παρέμειναν εντός του τάφου ακόμη και όταν έγιναν οι μεταγενέστερες ταφές. Δηλαδή κανέναν από τα παλαιότερα κτερίσματα δεν αφαιρούνταν, ούτε κλέβονταν ή απορρίπτονταν έξω από τον τάφο ως περιττό αντικείμενο. Αυτό δείχνει ότι επιδεικνυόταν ο οφειλόμενος σεβασμός προς τους παλαιότερους νεκρούς από τους απογόνους τους. Λόγω αυτού του σεβασμού διαφυλάχθηκε ο θησαυρός πολύτιμων κτερισμάτων. Πρέπει να υποθέσουμε επίσης ότι οι Μυκηναίοι ηγεμόνες του 16ου αιώνα π.Χ. είχαν τόσο μεγάλο πλούτο σωρευμένο, ώστε δεν χρειαζόταν να αφαιρέσουν τα πολύτιμα κτερίσματα των παλαιών ταφών.
Ο Ταφικός Κύκλος Α Μυκηνών.
Αναπαράσταση του Ταφικού Περιβόλου Α Μυκηνών,όπως διαρρυθμίστηκε περί το 1250 π.Χ.
Ταφικός Περίβολος Α Μυκηνών (κάτοψη).
Διακρίνονται οι έξι ταφικοί λάκκοι, I – VI.
Στήλη από τον Τάφο V του Περιβόλου Α
των Μυκηνών. Το άνω ήμισυ της στήλης καλύπτεται από σπειροειδές κόσμημα,
ενώ στο υπόλοιπο εικονίζεται αρματοδρομία.
Ταφική στήλη από τον Ταφικό Κύκλο Α,
που φέρει την πιο περίπλοκη διακόσμηση
από τις τέσσερις παρόμοιες στήλες. Απεικονίζεται ένα άρμα που το σέρνουν δύο άλογα (δίφρος) και το οδηγεί ένας όρθιος ηνίοχος. Κάτω εικονίζεται λιοντάρι να επιτίθεται σε ελάφι, πιθανώς ένδειξη του καλλιτέχνη
για το πού διαδραματίστηκε η σκηνή
του κυνηγιού. 16ος αι. π.Χ.
Χρυσές προσωπίδες
Κατασκευάζονταν μετά θάνατον και απέδιδαν με κάθε φυσική πιστότητα τα χαρακτηριστικά των νεκρών βασιλέων. Τρεις βασιλείς και πριγκιπικοί γόνοι του τάφου A IV έφεραν παρόμοια προσωπίδα και δύο του τάφου A V. Το έθιμο αυτό αποδίδεται σε αιγυπτιακή επίδραση.
Οι προσωπίδες αυτές ανήκαν σε ηγετικές προσωπικότητες των Μυκηναίων, δύο μάλιστα νεκροί από τον A V έφεραν επίσης και χρυσό επιστήθιο. Από τους δύο νεκρούς του τάφου A V, ο ένας αναγνωρίστηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν με τον Αγαμέμνονα και η ύψους 26 εκ. προσωπίδα είναι γνωστή ως προσωπίδα του Αγαμέμνονα.
Διακρίνονται δύο τύποι προσωπίδων: α) οι στρογγυλοπρόσωποι και β) οι λεπτοπρόσωποι, κάτι το οποία έχει ερμηνευθεί με την αναγωγή στον διπλό κλάδο της οικογένειας που βασίλευε στις Μυκήνες. Όπως γνωρίζουμε από τη μυθολογία, στη βασιλική οικογένεια των Περσειδών και εν συνεχεία των Ατρειδών υπήρχε η συνήθεια μετά τον θάνατο του βασιλέα, η αρχή να περιέρχεται όχι στον γιο του αλλά στον αδελφό του, και μετά τον θάνατο αυτού η αρχή επέστρεφε στον κλάδο του πρώτου από τους πεθαμένους αδελφούς. Από τις λεπτοπρόσωπες προσωπίδες, δύο από αυτές που βρέθηκαν στον τάφο A IV, φαίνεται σαν να ανήκουν σε διδύμους αδερφούς. Με αυτές μοιάζει και η προσωπίδα από ήλεκτρο του τάφου Γ του ταφικού περιβόλου Β. Στρογγυλοπρόσωπες προσωπίδες προέρχονται από τους τάφους A IV και V.
Ταφικός Κύκλος Α, Τάφος ΙV
Χρυσή προσωπίδα από τον Τάφο IV του Ταφικού Κύκλου Α Μυκηνών. Περί το 1600 π.Χ.
Χρυσή προσωπίδα από τον Τάφο IV του Ταφικού Κύκλου Α Μυκηνών. Περί το 1600 π.Χ.
Χρυσή προσωπίδα από τον Τάφο V του Ταφικού Κύκλου Α Μυκηνών. Περί το 1600 π.Χ.
Ταφικός Κύκλος Α, Τάφος V
Χρυσή προσωπίδα (του Αγαμέμνονος, σύμφωνα με τον Σλήμαν). Τάφος V Ταφικού Κύκλου Α Μυκηνών.
Χρυσή προσωπίδα από τον Τάφο IV του Ταφικού Κύκλου Α Μυκηνών, η μόνη με τα μάτια ανοιχτά. Περί το 1600 π.Χ. Πιθανώς ανήκε σε γυναίκα, σε πριγκίπισσα από την Αίγυπτο που είχε εγκατασταθεί στις Μυκήνες.
Διαδήματα – Ελάσματα – Κοσμήματα
Διαδήματα, ημιδιαδήματα, χρυσά με έκρουστη διακόσμηση δισκοειδή ελάσματα, περόνες και διάφορα κοσμήματα (ενώτια), βρ΄έθηκαν στους τάφους Α Ι και Α ΙΙΙ και ανήκαν σε γυναικες. Τα διαδήματα και τα ημιδιαδήματα είχαν αποκλειστικά ταφική χρήση.
Στον τάφο Α I, στον οποίον είχα ταφεί τρεις γυναίκες, βρέθηκαν τρία διαδήματα και 27 ημιδιαδήματα. Αντίστοιχα κοσμήματα έφεραν και οι δύο γυναίκες του τάφου Α ΙΙΙ, ενώ η τρίτη γυναίκα του ιδίου τάφου είχε χρυσό διάδημα με μικρά άνθη.
Χρυσό διάδημα και ημιδιαδήματα από τον Τάφο Α III.
Χρυσό διάδημα στεφόμενο από εννέα χρυσά άνθη, από τον Τάφο Α III.
Χρυσό διάδημα από τον Τάφο Α I.
Χρυσό διάδημα από τον Τάφο Α I.
Χρυσό διάδημα από τον Τάφο Α I.
Χρυσά διαδήματα από τον Τάφο Α I.
Χρυσά ελάσματα κάλυπταν και τα σώματα των δύο παιδιών που είναι ενταφιασμένα στον τάφο A III.
Χρυσά ομοιώματα ζυγών, με λεπτούς δίσκους
οι οποίοι έφεραν έκτυπες παραστάσεις ψυχών
και άλλων διακοσμητικών θεμάτων. Η παρουσία
των ζυγών υποδηλώνει το διαδεδομένο έθιμο και
της πίστης στην ψυχοστασία, αντίληψη σύμφωνη
κατά την περίοδο αυτή με τα μινωικά και αιγυπτιακά πρότυπα. Τα ομοιώματα αυτά προέρχονται
από τον τάφο Α ΙΙΙ, αλλά έχουν βρεθεί και
σε άλλες μυκηναϊκές θέσεις, στην Αθήνα, τη Θήβα,
τα Δενδρά, το Βαφειό, την Πυλία κ.α.
Σκεύη λατρευτικής χρήσης
Το «ποτήριο του Νέστορα»
Πρόκειται για χρυσό ποτήριο, ύψους 14,5 εκ., από τον τάφο A IV του Ταφικού Κύκλου Α. Το ποτήριο χρησίμευε προφανώς για σπονδές. Σε καθεμιά από τις δύο λαβές του υπήρχε από ένα γεράκι, από το οποίο θεωρήθηκε ότι είναι ανάλογο του ποτηρίου του Νέστορα που μνημονεύεται από τον Όμηρο, αν και εκείνο είχε περιστέρια στις λαβές του:
πάρ δέ δέπας περικαλλές, ὃ οἴκοθεν ἦγ᾽ ὁ γεραιός,
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον· οὔατα δ᾽ αὐτοῦ
τέσσαρ᾽ ἔσαν, δοιαί δέ πελειάδες ἀμφίς ἕκαστον
χρύσειαι νεμέθοντο, δύω δ᾽ ὑπό πυθμένες ἦσαν.
Ιλιάδα Λ, 632-635
κι έστησε χρυσοκούμπωτο ποτήρι που είχε φέρει
ο γέρος απ᾽ το σπίτι του κι είχε διπλό το πόδι,
τέσσερ᾽ αυτιά και ολόχρυσες εις το καθένα δύο
περιστερές εφαίνονταν ως να σπυρολογούσαν·
Μετάφραση Ι. Πολυλά
στο εσωτερικό του Κρατήρα της Μάχης (βλ. κατωτέρω).
Το ρυτό της πολιορκίας
Είναι αργυρό ρυτό, με χείλος, λαβή και πόδι από επίχρυσο χαλκό, και με παράσταση πολιορκίας κάποιας παραθαλάσσιας πόλης από τους Μυκηναίους. Προέρχεται από τον τάφο A IV και έχει συμπληρωθεί σε σημαντικό μέρος του. Είχε ύψος 33,5 εκ. και διάμετρο τουλάχιστον 15 εκ. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον λόγω της εικονιζόμενης παράστασης. Η λεπτοέμερειες της παράστασης έχουν αποδοθεί “μικρογραφικά”. Όπως προκύπτει από τα εικονιζόμενα όπλα στο ρυτό, η σκηνή ανάγεται σε παρωχημένη εποχή και πιστεύεται ότι η πολιορκία της πόλης αυτής απηχεί κάποιο ιστορικό γεγονός του τέλους της Μεσοελλαδικής και αρχής της Υστεροελλαδικής εποχής. Τα κύρια όπλα των αμυνόμενων είναι σφενδόνες και τόξα, αντιπροσωπευτικά της Μεσοελλαδικής εποχής. Οι επιτιθέμενοι Μυκηναίοι φέρουν κράνη με λόφια που ανεμίζουν στον αέρα. Το ρυτό αυτό αποτελεί την παλαιότερη ιστορική πολεμική παράσταση – σκηνή πολιορκίας- του Μυκηναϊκού κόσμου, που αργότερα θα γίνει μόνιμο γλυπτικό θέμα στους Αιγυπτίους και τους Ασσύριους.
Στο ανώτερο τμήμα του αγγείου εικονίζεται μια πολύπλοκη πόλη επάνω σε λόφο, δεσπόζοντας ενός κόλπου. Τα τείχη ορθώνονται ανώμαλα πάνω σε κύρτωμα βράχου, υποδηλώνοντας ορεινή τοποθεσία. Στα αριστερά σχηματίζεται ένας εξώστης. Διακρίνεται η άκρη ενός ανακτόρου με τρία πατώματα, με τα δωμάτια στο βάθος σε κλιμακωτά επίπεδα. Μια μεγάλη ξύλινη πύλη είναι κλειστή. Μια παραλιακή πεδιάδα χωρίζει την πόλη από τη θάλασσα, που σχηματίζει έναν βαθύ ακανόνιστο όρμο. Πέρα από την πόλη υπάρχει ένα άλσος από ελιές.
Το ασημενιο ρυτό της Πολιορκίας από τον τάφο A IV. Δεξιά: (άνω) σχεδιαστική απόδωση του σωζόμενου τμήματος και (κάτω) λεπτομέρεια του ανώτερου τμήματος του αγγείου.
Ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής
Το κυρίως ρυτό (από τον τάφο A IV) είναι από άργυρο, αλλά τα κέρατα, το ρύγχος και ο ρόδακας στο μέτωπο είναι από χρυσό. Τα ρυτά σε σχήμα ταυροκεφαλής έχουν καταγωγή από τη μινωική Κρήτη και χρησιμοποιούνταν σε ιεροτελεστίες προς τιμή της θεότητας. Η επιχρύσωση των κεράτων ήταν έθιμο προφανώς από την Ανατολή, ενώ επιβίωσε μετά τη Μυκηναϊκή εποχή μέσω των ομηρικών επών και στην Κλασική αρχαιότητα μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια. Το ρυτό αυτό των Μυκηνών πρέπει να ήταν αγγείο το οποίο δεχόταν το αίμα θυσιαζόμενων ζώων κατά τις θυσίες που τελούντο προς τιμήν των θεών. Συναφής είναι η θυσία ταύρου που προσφέρει ο Νέστορας προς τη θεά Αθηνά, στην Οδύσσεια:
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐποίπνυον. ἦλθε μέν ἂρ βοῦς
ἐκ πεδίου, ἦλθον δέ θοῆς παρά νηός ἐΐσης
Τηλεμάχου ἕταροι μεγαλήτορος, ἦλθε δέ χαλκεύς
ὅπλ᾽ ἐν χερσίν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης,
ἄκμονά τε σφῦράν τ᾽ εὐποίητόν τε πυράγρην,
οἷσίν τε χρυσόν ἐργάζετο· ἦλθε δ᾽ Ἀθήνη
ἱρῶν ἀντιόωσα. γέρων δ᾽ ἱππηλάτα Νέστωρ
χρυσόν ἔδωχ᾽· ὁ δ᾽ ἔπειτα βοός κέρασιν περίχευεν
ἀσκήσας, ἵν᾽ ἄγαλμα θεά κεχάροιτο ἰδοῦσα.
βοῦν δ᾽ ἀγέτην κεράων Στρατίος καί δῖος Ἐχέφρων.
χέρνιβα δέ σφ᾽ Ἄρητος ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι
ἤλυθεν ἐκ θαλάμοιο φέρων, ἑτέρῃ δ᾽ ἔχεν οὐλάς
ἐν κανέῳ· πέλεκυν δέ μενεπτόλεμος Θρασυμήδης
ὀξύν ἔχων ἐν χειρί παρίστατο, βοῦν ἐπικόψων.
Περσεύς δ᾽ ἀμνίον εἶχε· γέρων δ᾽ ἱππηλάτα Νέστωρ
χέρνιβά τ᾽ οὐλοχύτας τε κατάρχετο, πολλά δ᾽ Ἀθήνῃ
εὔχετ᾽ ἀπαρχόμενος, κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρί βάλλων.
Οδύσσεια γ, 430-446
Έτσι τους μίλησε, κι όλοι τους με σπουδή κινήθηκαν. Ήλθε
η δαμάλα από τον κάμπο· ήλθαν απ᾽ το ισόβαρο ταχύ καράβι
οι εταίροι του γενναίου Τηλέμαχου· ήλθε κι ο χρυσικός,
στα χέρια του βαστώντας χάλκινα σύνεργα της τέχνης του,
σφυρί κι αμόνι, πυρολαβίδα καλοκαμωμένη — μ᾽ αυτά τα σύνεργά του
δούλευε το μάλαμα· ήλθε κι Αθηνά να υποδεχτεί την ιερή θυσία.
Οπότε ο ιππικός σεβάσμιος Νέστορας έδωσε το χρυσάφι, κι ο χρυσικός
με τέχνη περιχρύσωνε του δαμαλιού τα κέρατα, για να το δει
η θεά και να χαρεί, ν᾽ αγαλλιάσει.
Κι ενώ απ᾽ τα κέρατα τραβούσαν τη δαμάλα ο Στράτιος κι ο θείος Εχέφρων,
έφτασε ο Άρητος, φέρνοντας απ᾽ την κάμαρη νερό για νίψιμο
σ᾽ ένα ανθοστόλιστο λεβέτι — με τ᾽ άλλο χέρι του κρατούσε
πανέρι με κριθάρια.
Ο Θρασυμήδης, καρτερικός της μάχης, άδραξε κιόλας το πελέκι
και πλάι στημένος έτοιμος ήταν να κόψει τη δαμάλα,
ενώ ο Περσέας βαστούσε κούπα για το χυμένο αίμα.
Πρώτος τα χέρια του ένιψε, πασπάλισε κριθάρια κι άρχισε
με θέρμη να προσεύχεται στην Αθηνά ο ιππικός σεβάσμιος Νέστωρ,
καίγοντας στη φωτιά τρίχες απ᾽ της δαμάλας το κεφάλι.
Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης
Ρυτά σε σχήμα λεοντοκεφαλής και σε σχήμα ελαφιού
Πρόκειται για χρυσό ρυτό από τον τάφο A IV, σε σχήμα κεφαλής λέοντος. Είναι κατασκευασμένο από ένα έλασμα χρυσού και λόγω του πάχους του επρόκειτο για ρυτό πραγματικής χρήσης. Οι επίπεδες όψεις του υποδηλώνουν μεγαλύτερη εξοικείωση στην ξυλογλυπτική και την εγχάραξη ξύλου παρά στη μεταλλουργία.
Πρόκειται για ρυτό από κράμα μολύβδου και αργύρου, από τον τάφο A IV, σε σχήμα ελαφιού με διακλαδούμενα κέρατα. Είναι φανερά εισηγμένο, μάλλον από τη Μικρά Ασία, όπου είναι παραδοσιακός τύπος με επίμηκες σώμα και κοντόχοντρα πόδια, σε σοβαρή, γεμάτη ακινησία στάση.
Κοσμήματα - Μετάλλινα - Όπλα
Κοσμήματα
Χρυσά κοσμήματα που βρέθηκαν σε τάφους τους Ταφικού Κύκλου Α ανήκουν σε άνδρες και γυναίκες. Σφραγιδόλιθοι ανήκαν σε άνδρες και γυναίκες των τάφων A III και A IV. Οι παραστάσεις σε αυτούς τους σφραγιδόλιθους είναι θηρευτικές και πολεμικές, δηλαδή χαρακτηριστικές του πνεύματος που επικρατούσε καθώς και των ποικίλων ενασχολήσεων των ευγενών Μυκηναίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι χρυσοί δακτύλιοι και σφραγιδόλιθοι ανήκαν σε γυναίκες.
Περιβραχιόνιο από χρυσό και άργυρο,
που ανήκε σε άνδρα του τάφου A IV.
Χρυσά ενώτια από τον τάφο A III των Μυκηνών
Χρυσή αλυσίδα, με στελέχη που αποτελούνται
από ζεύγη εραλδικά τοποθετημένων γερακιών. Ανήκε σε άνδρα του τάφου A IV.
Σκηνή κυνηγιού σκαλισμένη σε σφενδόνη χρυσού δακτυλιδιού από τον Τάφο IV των Μυκηνών.
Σκηνή μάχης σκαλισμένη σε σφενδόνη χρυσού δακτυλιδιού από τον Τάφο IV των Μυκηνών.
Ο Κρατήρας της Μάχης
Ο τάφος IV του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών είχε στο μέσον του την ταφή ενός πρίγκιπα μόλις 18 χρονών, στον οποίο είχαν χαριστεί τα περισσότερα και τα πολυτιμότερα κτερίσματα όλης της Μυκηναϊκής περιόδου (1600–1075 π.Χ.). Ο πρίγκιπας του τάφου IV είχε λάβει ως δώρα πολλά μακρά ξίφη, χρυσελεφάντινα μικροτεχνήματα, καθώς και ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά χρυσά και αργυρά κύπελλα του κρητομυκηναϊκού κόσμου. Ανάμεσα στα κτερίσματα του νεκρού, ήταν και ένα αργυρό αγγείο, το οποίο είχε βρεθεί από τον Ερρίκο Σλήμαν σε κομμάτια και σε κακή κατάσταση.
Η ανασύσταση του αγγείου από τα θραύσματα (που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 αλλά ολοκληρώθηκε πλήρως το 2016) απέδωσε τον περίτεχνο διάκοσμό του που είχε γίνει με την έκτυπη τεχνική. Η μεγάλη ανάγλυφη ζώνη στο κύριο σώμα του κρατήρα παρουσιάζει δύο ομάδες αντιμέτωπων πολεμιστών, που τους διακρίνει το διαφορετικό είδος των ασπίδων τους, εν είδει διακριτικών δύο διαφορετικών «στρατών». Τέσσερις πολεμιστές με οκτώσχημες ασπίδες από τη μία μεριά, εναντίον τεσσάρων με πυργοειδείς ασπίδες από την άλλη, και ενός μαχητή, που έχει πέσει ηρωικά στο έδαφος, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
Μέσα στο αγγείο είχαν τοποθετηθεί ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά χρυσά και αργυρά κύπελλα, συνιστώντας το εύρημα, το πρώτο συμποσιακό σύνολο του ελληνόφωνου κόσμου των πρώτων αριστοκρατών. Σαν να επρόκειτο δηλαδή, για τις ταφικές προσφορές των ίδιων των συμπολεμιστών του πρίγκιπα.
Λεπτομέρεια από τον Κρατήρα της Μάχης.
Όπλα
Ανάμεσα στα όπλα που βρέθηκαν στους λακκοειδείς τάφους περιλαμβάνονται μεγάλων διαστάσεων ξίφη, παραξιφίδες (μικρότερων διαστάσεων ξίφη), μαχαίρια, αιχμές βελών, ακόντια και μικρά εγχειρίδια πολυτελούς κατασκευής που χρησίμευαν μάλλον για επίδειξη παρά για μάχη.
Τα τελευταία αποτελούν τεκμήρια της αξιοθαύμαστης τεχνικής των Μυκηναίων καλλιτεχνών (εφάρμοσαν εμπίεστη ή ένθετη τεχνική, ουσιαστικά πρόκειται για ζωγραφική σε μέταλλο). Οι παραστάσεις κοσμούσαν τη λεπίδα, κατά μήκος καθεμιά από τις δύο πλευρές του ξίφους, με κυριότερα θέματα: κυνήγι λεόντων από ασπιδοφόρους κυνηγούς, κυνήγι αντιλοπών από λέοντες ή λέοντες σε ιπτάμενο καλπασμό, σπείρες, εμπίεστα κρίνα, σκηνή πλησίον ποταμού. Το υλικό της διακόσμησης είναι χρυσός, άργυρος, ήλεκτρο και νίελλο.
Χάλκινη λεπίδα ξίφους με εμπίεστη χρυσή διακόσμηση σπειρών
από τον τάφο A V των Μυκηνών.
Χάλκινη λεπίδα ξίφους με εμπίεστη διακόσμηση σκηνής πλάι σε ποτάμι,
από χρυσό, άργυρο και νίελλο, από τον τάφο A V των Μυκηνών.
Περισσότερο διάβασμα
Γεώργιος Κορρές, Ελλαδικοί Πολιτισμοί, Αθήναι 1985.
Σπυρίδων Μαρινάτος & Μαξ Χίρμερ, Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάς, Εκδόσεις Αθηνών 1959.
Γεώργιος Μυλωνάς, Πολύχρυσοι Μυκήναι, Εκδοτική Αθηών, Αθήνα 1983.
Emily Vermeule, Ελλάς. Εποχή του Χαλκού, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1983.